ἀμηχανώτεροι

ἀμηχανώτεροι
ἀμηχανώτεροι
ἀμήχανος
without means: masc nom /voc comp pl

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀμηχανώτεροι — ἀμήχανος without means masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευμήχανος — η, ο (ΑΜ εὐμήχανος, ον Α δωρ. τ. εὐμάχανος, ον) (για πρόσ.) επιτήδειος στο να επινοεί, επινοητικός, ευρετικός, εφευρετικός («οἱ μὲν εὐμήχανοι πρὸς τὸν βίον, οἱ δ ἀμηχανώτεροι» άλλοι μεν είναι επινοητικοί για τη συντήρηση τής ζωής, άλλοι δε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”